ατονια

ατονια
    ἀτονία
    ἀ-τονία
    ἥ расслабленность, вялость Plut., Luc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ατονια" в других словарях:

  • ἀτονία — ἀτονίᾱ , ἀτονία slackness fem nom/voc/acc dual ἀτονίᾱ , ἀτονία slackness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτονίᾳ — ἀτονίᾱͅ , ἀτονία slackness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατονία — Χαλάρωση των συσταλτών ιστών του οργανισμού που οφείλεται σε συγγενή ή επίκτητα αίτια και προκαλεί ελάττωση της λειτουργικότητας του σχετικού οργάνου, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στην α. του στομάχου, του εντέρου και άλλων. * * * η (AM… …   Dictionary of Greek

  • ατονία — η εξασθένηση, χαλάρωση, κατάπτωση των δυνάμεων: Τον τελευταίο καιρό αισθάνομαι μεγάλη ατονία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀτονίας — ἀτονίᾱς , ἀτονία slackness fem acc pl ἀτονίᾱς , ἀτονία slackness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτονίαι — ἀτονίᾱͅ , ἀτονία slackness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτονίαν — ἀτονίᾱν , ἀτονία slackness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτονίαις — ἀτονία slackness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτονίη — ἀτονία slackness fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτονίην — ἀτονία slackness fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτονίης — ἀτονία slackness fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»